- ἠσφαλισμένος
- ἀσφαλίζομαιperf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀσφαλίζωfortifyperf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ησφαλισμένως — (Α ἠσφαλισμένως) επίρρ. νεοελλ. με ασφάλιση αρχ. ασφαλώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ησφαλισμένος, μτχ. μεσο παθ. παρακμ. τού ρ. ασφαλίζω] … Dictionary of Greek